- μαουνιέρης
- ο1) капитан или хозяин баржи; 2) докер; грузчик (разгружающий баржи)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαουνιέρης — ο [μαούνα] 1. ιδιοκτήτης ή χειριστής μαούνας 2. ναυτεργάτης που δουλεύει σε μαούνα … Dictionary of Greek
μαουνιέρης — ο ο κυβερνήτης ή ο ιδιοκτήτης της μαούνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek